Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Η αυθεντικότητα και ο ψαράς


Αυτή την περίοδο διαβάζω τους μελαγχολικούς «Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας» του συγγραφέα Ζαν Κλωντ Ιζζο .. Ψάχνοντας λοιπόν για εκείνον πληροφορίες στο διαδίκτυο μου έμεινε αυτό. Πίστευε πως όλοι είμαστε χαμένοι ναυτικοί.
Έτσι ξεσκόνισα μια  καλοκαιρινή μου ιστορία και ιδού…
Νάξος. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι στο λιμάνι που αράζουν τα ψαροκάικα. Έχω παρατηρήσει εδώ και ώρα ένα πιτσιρικά που στριφογυρίζει με ανυπομονησία κοιτάζοντας την άδεια θέση ανάμεσα σε δυο βάρκες ακριβώς από πίσω μας-δεν δίνω σημασία.
  • Ρε μας δουλεύουν, η Νάξος δεν είναι κυκλαδίτικο νησί. Βλέπεις πουθενά τον αέρα;
Και ήπιε μια γούλια μπύρα που λίγο πριν είχαμε αγοράσει από το περίπτερο. Ενώ ακούγαμε 6 καλλιτέχνες του δρόμου  να σκορπίζουν  τη μουσική τους στο καυτό αέρα της βραδιάς ένα χταπόδι έσκασε με δύναμη στα πόδια μας. Καθώς κοιτούσαμε το ακίνητο αυτό μαλάκιο και προσπαθούσαμε μετά βίας να κάνουμε τη σύνδεση μεταξύ στεριάς και εκτοξευόμενου χταποδιού, μας έπιασε νευρικό γέλιο για το παράλογο αυτό γεγονός αλλά μας κόπηκε το ίδιο ξαφνικά όταν αισθανθήκαμε ένα χέρι να αρπάζει την μπύρα από ανάμεσα μας. Ουζάκι είναι αυτό; Α, όχι! Μπύρα! Έλεγα μήπως ήταν ουζάκι να πίναμε! Εντάξει δεν πειράζει. Τι κάνετε γοργόνες; Γυρνάμε και βλέπουμε έναν ψαρά γύρω στα 65 να μας κοιτάζει με ένα διάπλατο χαμόγελο που συνοδεύονταν με δυο ειλικρινέστατα μάτια.
Σαστίσαμε για λίγο. Αλλά θαύμα! Μόλις μας είχε φανερωθεί το πρώτο στοιχείο για την εξιχνίαση του μυστηρίου με τίτλο  «ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΧΤΑΠΟΔΙ». Κοιτάζουμε λίγο πιο πίσω και βλέπουμε τον πιτσιρικά να  παλεύει με το καΐκι του ψαρά που μόλις είχε επιστρέψει από νυχτερινή ψαριά για να το δέσει.
-Κάτσε να σε βοηθήσω αγόρι μου, του λέει και δένει την βάρκα. Το παιδί αρπάζει το χταπόδι από τα πόδια μας πάει δίπλα στο πατέρα του και αρχίζει να το χτυπάει στο δάπεδο.
-Έλα και αύριο, λέει ο ψαράς στον πατέρα, έχω φέρει πράμα…!
Μπροστά μας εδώ και ώρα βρίσκεται ένα άλογο δεμένο με την χιλιοστολισμένη καρότσα, που ανά πάσα στιγμή σε κάνει να πιστεύεις πως θα πεταχτεί η Βουγιουκλάκη και θα αρχίσει να τραγουδάει τον «Καροτσέρη». Ο ψαράς κατευθύνεται προς τα εκεί, το χαϊδεύει στο κεφάλι  και του μιλάει.
-Τι κάνεις κούκλα μου, δεν σε βλέπω καλά. Ματιασμένη είσαι. Κουνάει το κεφάλι και έρχεται προς το μέρος μας.
-Την ξεμάτιασα δεν ήταν καλά. Και εσείς κορίτσια που είστε όμορφες να έρθετε αύριο να σας δώσω λίγο δίχτυ να βάλετε στο πορτοφόλι σας να μην σας πιάνει μάτι. Αλλά δεν θα το πείτε σε κανέναν. Μόνο που τώρα δυστυχώς δεν προλαβαίνω να κόψω γι αυτό ελάτε αύριο. Εδώ θα είμαι, πουλάω ψάρια.
-Αλήθεια; Ευχαριστούμε! Θα έρθουμε σίγουρα, καληνύχτα και θα τα πούμε αύριο.
Πέρασε το δρόμο , άφησε χρήματα στην ανοιγμένη θήκη μπουζουκιού της μπάντας που έπαιζε μουσική. Στάθηκε εκεί για λίγο. Αλλά όχι σαν θεατής. Όχι απέναντι τους. Αλλά δίπλα τους, ανάμεσα τους. Και χαμογελούσε, όλη την ώρα τους χαμογελούσε.
Την επόμενη ημέρα αναχωρούσαμε για Αντίπαρο. Περάσαμε από το καΐκι αλλά δεν ήταν εκεί. Ωσότου να αναχωρήσει το καράβι μας είπαμε να πιούμε έναν καφέ ακριβώς απέναντι από το καΐκι του. Μήπως σταθούμε τυχερές και ξαναδούμε τον περίεργο αυτό θαλασσόλυκο. Καμία τύχη. Η Κέλλυ απελπισμένη, έκοψε ένα χαρτί και άρχισε να γράφει. Φεύγοντας πήγαμε στην βάρκα την τραβήξαμε προς το μέρος μας και αφήσαμε το σημείωμα κάτω από το καραβόσκοινο με την διεύθυνση της Κελλυς ζητώντας από τον ψαρά να μας στείλει δίχτυ.. Προς μεγάλη μας έκπληξη, δυο εβδομάδες μετά κατέφθασε γράμμα από τη χώρα της Νάξου.




Έτσι όταν νιώθω σαν χαμένος ναυτικός, μακριά από αυτό που αισθάνομαι σπίτι μου, χωρίς κανένα προορισμό , ανοίγω το πορτοφόλι μου και κοιτάζω για λίγο μια μοναδική πυξίδα, αυτή που μου δείχνει τον δρόμο προς την αυθεντικότητα του χαρακτήρα μου, κάτι που χαρακτήριζε τον ψαρά. Γιατί πως θες να ξέρεις  προς τα πού πηγαίνεις αν έχεις χάσει τον ίδιο σου τον εαυτό;