Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Christian-Ο τελευταίος «Χίπις»


    Η Ζωή είναι μια ύπαρξη που εκτιμά την τέχνη, τα καλογραμμένα βιβλία και τα ταξίδια. Δεν είναι από τους ανθρώπους που βαριούνται να σου περιγράψουν κάτι που τους ενθουσίασε, αλλά αντιθέτως θα ψάξει να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να σε μεταφέρει στο κλίμα. Με την ήρεμη φωνή της  ξεκινάει.. και τελεία - σκέφτεται ποια είναι η ιδανική λέξη, νοητά φέρνει τις εικόνες μπροστά της, το καταλαβαίνεις στο βλέμμα της και ξανά το ίδιο, σκέψη - λέξη - παύση. Κάθε καλοκαίρι μου λένε με την  αδερφή της για τον Christian.




Ήθελα να τον έχω στο blog και ζήτησα από την Ζωή να γράψει κάτι. Σήμερα το πρωί διάβασα το άρθρο της και ήταν λες και την είχα δίπλα μου να μου μιλάει. Και πόσο χάρηκα, μα πόσο χάρηκα.. 



Ένα κομμάτι γης περικυκλωμένο από θάλασσα. Νησί. Ένας βράχος που στέκει αγέρωχος και απόκοσμος. Κομμάτι του νησιού. Ένας γεράκος ίδιος εδώ και 20 χρόνια λες και ο χρόνος περνάει και δεν τον ακουμπάει, ντυμένος με ένα παρεό και ένα ψυχεδελικό κολάν ένα με το δέρμα του, που έχει πάνω του τόσο αλάτι όσα και τα καλοκαίρια της ζωής του στο νησί. Βραχιόλια περασμένα στα πόδια και κορδέλα στα μαλλιά, ένας αληθινός χίπις, ακόμα και αν ο ίδιος δεν το ξέρει. Ένα τραπέζι στην «Μαργαρίτα» είναι πιο ζωηρό από τα άλλα έχει πάνω ζωγραφιές, πέτρες, κοχύλια και το σκήπτρο του…ένα καλάμι, γιατί ο χίπις είναι καλλιτέχνης. Κάθεται εκεί πάντα μόνος δείχνει χαμένος σαν να ταξιδεύει, σαν να θέλει να ρουφήξει όλη τη ζέστη, τις μυρωδιές, τη θάλασσα, την ενέργεια αυτού του μαγικού τοπίου, να τα πάρει μαζί του. Μόλις όμως τον πλησιάσεις, σου σκάει ένα χαμόγελο και ψελλίζει σκόρπιες λέξεις στα γερμανικά ανακατεμένα με λίγα ελληνικά. Είναι τόσο εναρμονισμένος με την ησυχία και την γαλήνη αυτού του μέρους, που κάνει όλους εμάς να μοιάζουμε παρείσακτοι.

Είναι καθηγητής Καλών Τεχνών στην κρύα Γερμανία, λένε. Ξεκινάει ξυρισμένος αλλά φτάνει εδώ με γένια πολλών εβδομάδων. Ταξιδεύει με κουστούμι αλλά φτάνει εδώ τυλιγμένος με ένα παρεό. Κανείς δεν γνωρίζει την αλήθεια. Δεν έχει ηλικία, δεν έχει βαλίτσα. Καταφτάνει πρώτος και αποχωρεί τελευταίος. Το μόνο σπίτι που γνωρίζουμε για δικό του είναι στην οδό Κατσούνι, το ταβάνι ένα αρμυρίκι, η κουζίνα ένα μπρίκι, ο μοναδικός τοίχος ένα πανό με ένα οικολογικό σύνθημα.
Το νησί υπήρξε καταφύγιο των χίπιδων. Ένα καΐκι μετέφερε στην «παραλία» τους μυημένους. Τη νύχτα υπό τη συντροφιά αυτοσχέδιων κρουστών άκουγες από μακριά τους ήχους από διονυσιακές τελετές. Άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί μετά από πολύωρο ταξίδι για να αποτινάξουν οτιδήποτε συμβατικό και να παραδοθούν στη φύση, στον έρωτα, στη μαγεία του χορού, της γύμνιας. Χωρίς όρια, οδηγημένοι από αρχέγονα ένστικτα. Όλα αυτά μπορεί να ανήκουν λίγο ή πολύ στο παρελθόν αναβιώνουν όμως κατά κάποιον τρόπο στο πρόσωπό του.

Απέναντι από το νησί υπάρχουν 2 ξέρες ακατοίκητες, 2 λωρίδες γης. Η μια έχει ένα εκκλησάκι, η άλλη τίποτα. Όταν λοιπόν ο χίπις μας έχει μπουχτίσει από την πολυκοσμία, πηγαίνει απέναντι. Όχι σε αυτήν με το εκκλησάκι, στην άλλη. Κάθεται εκεί μέρες ολόκληρες. Με το νησί να τον κοιτά από τη μία και την απεραντοσύνη από την άλλη. Μόνος. Με τον εαυτό του. Τη θάλασσα και τον ουρανό. Τι να σκέφτεται; Ένα βράδυ μια φωτιά ανάβει και τότε ακούς:
«Τι είναι αυτό που αστράφτει εκεί;»
«Α, ο Christian θέλει να επιστρέψει»
"Στην πόλη οφείλουμε να υποδυόμαστε κάποιο ρόλο, επειδή μας ενδιαφέρει πολύ τι σκέφτονται οι άλλοι για μας. Αντίθετα, όταν επιστρέφουμε στη φύση, μπορούμε να επιτρέπουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια να είμαστε εμείς οι ίδιοι. Δε χρειάζεται να ντυνόμαστε, να μιλάμε ή να ενεργούμε με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αρκεί το να αφηνόμαστε να μας οδηγεί εκείνη στον πυρήνα του εαυτού μας, όπου μας περιμένει μια πηγή ηρεμίας".
Friedrich Nietzsche

της Ζωής Σακκά