Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Vânia Conde






Η Vânia Conde γεννήθηκε στις Caldas da Rainha. Από μικρή τραγουδούσε στο σπίτι μεταξύ συγγενών, αλλά το πάθος της για το τραγούδι άνθισε πολύ αργότερα κατά τις σπουδές της, ξεκινώντας έτσι να τραγουδά σε διάφορες Noites de Fado. Ακολούθησαν προσκλήσεις μεγάλων προσωπικοτήτων της μουσικής σκηνής του Fado όπως ο Paulo Parreira και ο Aramac, ενθαρρύνοντάς την να τραγουδήσει σε τυπικά και παραδοσιακά Casas de Fado όπως το Mesa de Frades στην Alfama, στη Λισαβόνα.



Fado
Η μουσική fado είναι η μουσική ψυχή της Πορτογαλίας. Είναι ίσως μια από τις πιο παλιές *αστικές* μουσικές. Η ιστορία της fado, λέει πως προέρχεται από τον ήχο των κυμάτων που χαϊδεύει τα αυτιά των ναυτικών που νοσταλγούν την πατρίδα τους.

Τα θέματα της έχουν παραμείνει τα ίδια στα χρόνια: πεπρωμένο, ερωτική προδοσία, θάνατος και απόγνωση. Τραγουδιέται σαν μοιρολόι για τους ναυτικούς που λείπουν ή χάθηκαν για πάντα. Μα πάνω απ’ όλα, την διακρίνει αυτό που ονομάζεται longing, βαθιά νοσταλγία, πόθος. Είναι θλιμμένη και λυπημένη μουσική και όταν ερμηνεύεται σωστά, το κοινό συχνά ξεσπά σε δάκρυα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν η μουσική που ακουγόταν στους δρόμους, τις ταβέρνες και τα πορνεία των Alfama και Mouraria, φτωχών περιοχών του λιμανιού Lisbon. Η Fado τραγουδιέται από άντρες και γυναίκες, τους fadistas και συνοδεύεται από πορτογαλέζικη κιθάρα. Έφτασε στην ακμή της στα μισά του 20ου αιώνα. Τα κύρια ονόματα αυτής της περιόδου είναι οι Alfredo Marceneiro, Amalia Rodrigues, Maria Teresa de Noronha και Armandinho και Jaime Santos (κιθαρίστες). Μα η fadista που γνώρισε την μουσική αυτή στον υπόλοιπο κόσμο είναι η Amalia Rodrigues, που τραγουδούσε ως τον θάνατο της, το1999. Θεωρείται η diva της fado. Λατρεύεται σαν θεά στην πατρίδα της και έχει φανατικούς θαυμαστές στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Amália Rodrigues


Η fado διηγείται απραγματοποίητα όνειρα, χαμένους έρωτες, και την απέραντη θλίψη του ανικανοποίητου. Πηγάζει από την μοιρολατρική άποψη της ζωής. Το κοινό της, νιώθει περισσότερο, παρά ακούει, και μάλιστα, αν κάποιος ή κάποια fadista αδυνατεί να συγκινήσει τον κόσμο, διακόπτουν την ερμηνεία! Όταν όμως το τραγούδι ματώσει τις καρδιές των ακροατών, απαγορεύουν την είσοδο άλλων στον χώρο, μέχρι το πέρας του.

Συνήθως η προτίμηση είναι να είναι fadista-γυναίκα στη σκηνή. Φαίνεται πως οι πορτογάλοι πιστεύουν ότι το longing, τον λυγμό αυτόν της ψυχής, η γυναικεία φωνή τον αποδίδει καλύτερα. Η τραγουδίστρια στέκεται όρθια στη σκηνή, φορώντας μαύρο φόρεμα και σάλι στους ώμους. Το τραγούδι της το συνοδεύει με κινήσεις μόνο των χεριών. Το σώμα παραμένει ακίνητο. Είναι μαγεία. Μετά από μια πετυχημένη fado performance η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από ένα είδος θρησκευτικού δέους και ηλεκτρισμού.




Συνοδεύαμε την Vania και τους δύο κιθαρίστες, τον Ricardo Parreira και τον Marco Oliveira, για 2 μέρες στην Λαμία όπου και εμφανίστηκαν στον τόπο τεχνών "Χώρα".  










Η Vania προσπάθησε να μου εξηγήσει το συναίσθημα που κρύβεται πίσω από την πορτογαλική λέξη saudade η οποία συνδέεται άμεσα με την fado. Το συναίσθημα αυτό είναι ένα είδος νοσταλγίας για κάποιον που αγαπάς αλλά είναι απών και συνήθως δεν υπάρχει ελπίδα επιστροφής. Είναι η αγάπη που μένει και οι χαρούμενες αναμνήσεις που ανακαλείς με το πρόσωπο που λείπει σε μια προσπάθεια να αναβιώσεις τα τότε συναισθήματα. Μια συνεχή μάχη χαράς και θλίψης, όπου ευγνωμονείς για τις εμπειρίες μα το συναίσθημα της απώλειας υπερνικά. Όταν ζήτησα από τη Vania να μου χαρακτηρίσει μια στιγμή saudade για εκείνη, είπε πως όταν επιστρέψει στην πατρίδα της, και σκεφτεί όλες τις στιγμές που περάσαμε εμείς οι 5 το διήμερο αυτό, θα αισθανθεί saudade. 








Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Antonio López García




Στην επίσκεψη μου στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη, ενθουσιάστηκα με την ρεαλιστικότητα του παραπάνω πίνακα του Antonio López García. Ισπανός ζωγράφος και γλύπτης που χαρακτηρίζεται για το ρεαλιστικό του στυλ. Γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1936 λίγους μήνες πριν τον Ισπανικό Εμφύλιο. Επηρεασμένος από τον θείο του Antonio Lopez Torres, ζωγράφος τοπίων διάλεξε να ακολουθήσει την τέχνη αντί να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση σαν αγρότης. Ο καλλιτέχνης, χαρακτηριστικέ το 1986 από τον γνωστό κριτικό τέχνης Robert Hughes ως "the greatest realist artist alive". 

















Το studio του βρίσκεται σε ένα ήσυχο δρόμο της Μαδρίτης


Έχει κρεμασμένες εκτυπώσεις έργων του σε διάφορα σημεία του χώρου όπως αυτή  "Sinforoso and Josefa," (1955)



Ο καλλιτέχνης


Πορτραίτο σε εξέλιξη της Βασιλικής οικογένειας της Ισπανίας


Με τη σύζυγό του, Maria Lopez







Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου




Η θεατρική παράσταση "Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου", της κυρίας του ελληνικού τραγουδιού, με  πρωταγωνίστρια την Νένα Μεντή,  καταφέρνει να σε συγκινήσει συνάμα να σε κάνει να γελάσεις  με τα δάκρυα ακόμη στα μάτια σου, να μεταφέρει ολοκληρωτικά τη ψυχή σου μέσα από τις περιγραφές της -άλλοτε τραγικές και άλλοτε χιουμοριστικές,  και τέλος να ταυτιστείς  με τη γυναίκα που η ζωή της υπήρξε βαριά σαν ιστορία. Η στιχουργός  βίωσε τους διωγμούς του ΄22 ,πέρασε κατοχή, εμφύλιο και χούντα. Έντονες στιγμές που αρκούν  για να οδηγήσουν κάποιον άνθρωπο στην τρέλα.  Όχι όμως εκείνη.







Η Μεντή μονολογεί συνομιλώντας φανταστικά με τα επτά πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της στιχουργού καθώς και στο έργο της: τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Γιώργο, τον άντρα της, τη Μαίρη, την κόρη της, τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τη Ρέα, την εγγονή της, και τη Μαριόγκα, τη μητέρα της. 

Οι αναμνήσεις  της αποτέλεσαν μια παρακαταθήκη πόνου που εξαργύρωνε με το ταλέντο της  στο γράψιμο. Τραγούδια που ακούγαμε στις ασπρόμαυρες ταινίες, στο παλιό ραδιόφωνο και στις κασέτες που έγραφαν οι γονείς μας.  Επιτυχίες  της εποχής που ξετυλίγουν μια προσωπική ιστορία. Ο Πέτρος Ζούλιας βασίστηκε στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» δομώντας το κείμενο κατά τρόπο που πίσω από κάθε στίχο σου παρουσιάζεται η έμπνευση. Στο τέλος της κάθε μικρής αυτής παρουσίασης εισάγεται η μελωδία, την οποία αναγνωρίζεις και αμέσως ανασύρεις σχεδόν βίαια από το βάθος του υποσυνείδητου σου σκονισμένες  γλυκόπικρες αναμνήσεις. Κάθε τραγούδι που ακολουθούσε σκεφτόμουν, μα και αυτό δικό της είναι; Σε εκπλήσσει που πίσω από γνώριμους ήχους κρύβεται μια μη γνώριμη, γεμάτη πάθος, ιστορία ζωής. 

Η Νένα Μεντή στο ρόλο της είναι καθηλωτική. Ξέχασα πως βρίσκονταν στη σκηνή. Λες και λίγο πριν βγει στο σανίδι αφήνει τον εαυτό της στο καμαρίνι και τη θέση της παίρνει κρυφά η Ευτυχία.

 Αποχωρώντας από το θέατρο νιώθεις  πλουσιότερος και πιο κοντά στις ρίζες σου. Μια παράσταση ζωής  που σίγουρα αξίζει να δεις.-




«Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, κατόπιν Νικολαίδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα με την μικρασιατική καταστροφή, το 1922 με δίπλωμα δασκάλας , πτυχίο που δε χρησιμοποίησε ποτέ καθώς αρχικά στράφηκε στο θέατρο(1926-1942, τολμηρό για την εποχή) κι έπειτα το 1949 στη στιχουργική, ακατάπαυστα ως το τέλος της. 


Αθυρόστομη, ψεύτρα, παμπόνηρη, καπάτσα, παθιασμένη στους έρωτές της και παρορμητική μέχρι εκεί που δεν παίρνει, εκ πρώτης όψεως συνιστά έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να περιγράφει και με τα καλύτερα των χρωμάτων. Πολύ όμορφη γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα κι ιδιαίτερα ευφυής, ήταν πολύ ερωτεύσιμη και προκαλούσε στους άλλους δυνατά συναισθήματα, όπως δυνατά ήταν και τα δικά της.»


Στου γιαλού τα βοτσαλάκια
κάθονται δυο καβουράκια
έρμα παραπονεμένα
κι όλο κλαίνε τα καημένα

Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα
πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Πάει ο κάβουρας το βράδυ
βρίσκει το τσαρδί ρημάδι
ψάχνει για τη φαμελιά του
και τραβάει τα μαλλιά του

Βάζει πλώρη κούτσα κούτσα
στη Ραφήνα
να πετύχει την κυρία καβουρίνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Το ξημέρωμα ροδίζει
και ο κάβουρας γυρίζει
δίχως τη συμβία πάλι
κούτσα κούτσα στ’ ακρογιάλι

Με το σπάρο τον ξενύχτη στη Ραφήνα
παίζει τώρα στα ρηχά η καβουρίνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια



Πετραδάκι πετραδάκι
για τα σένα το `χτισα
της αγάπης το τσαρδάκι
κι όμως δε σ’ απόχτησα.

Τα ψηλά τα σκαλοπάτια
όσες τ’ ανεβήκανε
βρήκαν πλούτη, μεγαλεία
μα καρδιά δε βρήκανε.

Για μια πλούσια αγάπη
τη δική μου πρόδωσες
και το ταπεινό τσαρδί μου
μου το περιφρόνησες.

Φλόγες άναψα ένα βράδυ
το τσαρδάκι το `καψα
κι ύστερα πάνω στη στάχτη
μοναχός μου έκλαψα.


Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω,
να φτιάξω όμορφες καρδιές
μεγάλες και πονετικές,
τις σκάρτες να πετάξω;

Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.

Να φτιάξω φίλο αληθινό
το φίλο να πονάει.
Τα βάσανα και οι καημοί
να λείψουνε απ’ τη ζωή
κι όμορφη να κυλάει.

Και στης γυναίκας την καρδιά
να βάλω λίγη μπέσα,
να της ανάψω μια φωτιά
να καταστρέψω την ψευτιά
που ’χει στα στήθια μέσα.



Μ’ ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας

Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό

Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ’ όνειρό μου το τρελό
τ’ όνειρό μου το ναυαγισμένο






ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ





‘’Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη’





Το ταξίδι κ’ η εξοµολόγηση στάθηκαν οι δυο µεγαλύτερες χαρές της ζωής µου. Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις - να βλέπεις και να µη χορταίνεις - καινούρια χώµατα και θάλασσες και ανθρώπους κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, µε µακρόσερτη µατιά, κ’ έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν µέσα σου ήσυχα, τρικυµιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός, να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές και τις πίκρες σου - τούτη η αλχηµεία της καρδιάς είναι, θαρρώ µια µεγάλη αντάξια του ανθρώπου ηδονή.

.....................

Το ιδανικό µου θα ήταν οχτώ µήνες ταξίδι και τέσσερις µήνες µοναξιά.

.....................

Ένα µονάχα αξίζει: το ταξίδι.



Αυτά τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη συνοψίζουν το πάθος του για τα ταξίδια. Από την πρώτη του νεότητα µέχρι το θάνατό του δεν έπαψε να ταξιδεύει στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Ήταν ένας ακούραστος ταξιδιώτης. Για ποιούς λόγους; Τι αναζητούσε ακριβώς µέσα στις πολλαπλές του περιηγήσεις; 



Ελλάδα

Όλα στην Ελλάδα, βουνά, ποταµοί, θάλασσες, πεδιάδες, «ανθρωπίζουνται» και µιλούν στον άνθρωπο µια σχεδόν ανθρώπινη γλώσσα. ∆εν τον καταπλακώνουν, δεν τον τυραννούν, γίνουνται φίλοι του και συνεργάτες. Η θολή, ακαταστάλαχτη κραυγή της Ανατολής, περνώντας από το φως της Ελλάδας, καθαρίζει, ανθρωπίζεται, γίνεται λόγος. Η Ελλάδα είναι το φίλτρο που λαγαρίζει µε αγώνα πολύ το χτήνος σε άνθρωπο, την ανατολίτικη σκλαβιά σ’ ελευτερία και τη βάρβαρη µέθη σε νηφάλιο λογισµό. Να δώσει πρόσωπο στο απρόσωπο, µέτρο στην αµετρία, ισορροπώντας τις συγκρουόµενες τυφλές δυνάµεις, τέτοια η αποστολή της πολυβασανισµένης στεριάς και θάλασσας που λέγεται Ελλάδα.

Είναι αληθινή χαρά, πλούτος µεγάλος να τριγυρνάς την Ελλάδα. Τόσο το ελληνικό χώµα είναι ποτισµένο µε δάκρυα, ιδρώτα κι αίµα, τόσο τα Ελληνικά βουνά είδαν ανθρώπινον αγώνα, που ανατριχιάζεις λογιάζοντας πως στα βουνά ετούτα και τ’ ακρογιάλια παίχτηκε η µοίρα της λευκής φυλής. Παίχτηκε η µοίρα του ανθρώπου. 

Σίγουρα σ’ ένα από τ’ ακρογιάλια αυτά, τα γεµάτα χάρη και παιχνιδίσµατα, θα γίνηκε το θάµα της µετουσίωσης του ζώου σε άνθρωπο.

Γεµάτη µυστική αποστολή κι ευθύνη όχι µονάχα η γεωγραφική παρά κι η ψυχική τοποθέτηση της Ελλάδας, δύο ασίγαστα ρέµατα συγκρούονται στις στεριές της και στις θάλασσες, και να γιατί η Ελλάδα στάθηκε πάντα ένα σηµείο γεωγραφικό και ψυχικό ακατάπαυστα στροβιλισµένο. Η µοιραία αυτή τοποθέτηση επέδρασε θεµελιακά στην τύχη της Ελλάδας και του κόσµου.

Κοίταζα, οσφραινόµουν, άγγιζα της Ελλάδα, πεζοπορώντας, ολοµόναχος, µ’ ένα ραβδί από ελιά στο χέρι, µ’ ένα δισάκι στον ώµο. Κι όσο έµπαινε µέσα µου η Ελλάδα, τόσο ένοιωθα και πιο βαθιά πως η µυστική ουσία της Ελληνικής στεριάς και θάλασσας είναι µουσική. Κάθε στιγµή το Ελληνικό τοπίο, ενώ µένει το ίδιο, αλλάζει ανάλαφρα, κυµατίζει την οµορφιά του, ανανεώνεται. Έχει βαθιάν ενότητα και συνάµα ακατάπαυστα ανανεούµενη ποικιλία. Τάχα ο ίδιος ρυθµός δεν κυβερνάει και την Αρχαία τέχνη, που γεννήθηκε κοιτάζοντας, αγαπώντας, νογώντας και διατυπώνοντας τον ορατό γύρα της κόσµο; Κοιτάχτε ένα Ελληνικό έργο της µεγάλης κλασικής εποχής, δεν είναι ακίνητο, µια αδιόρατη ανατριχίλα ζωής το διαπερνάει, παίζει σαν τις φτερούγες του γερακιού όταν σταθεί στην κορυφή του αγέρα και µας φαίνεται ακίνητο. Όµοια και το αρχαίο άγαλµα ζει, κινιέται αδιόρατα, συνεχίζοντας την παράδοση, ετοιµάζοντας τη µελλούµενη πορεία της τέχνης, ισορροπεί, σε αθάνατη µια στιγµή, την τρισυπόστατη ροή του καιρού.


Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του έτσι µοιραία µετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουµε κι εµείς άξιοι των προγόνων, πώς να τη συνεχίσουµε, χωρίς να τη ντροπιάσουµε, την παράδοση της ράτσας µας; Μια αυστηρή ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώµους σου, βαραίνει τους ώµους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταµάχητη µαγική δύναµη έχει το όνοµα, όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο Ελληνικό θρύλο.

Ένα Ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εµάς τους Έλληνες µιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας, έχει ένα όνοµα το τοπίο - το λένε Μαραθώνα, Σαλαµίνα, Ολυµπία, Θερµοπύλες, Μυστρά - συνδέεται µε µιαν ανάµνηση, εδώ ντροπιαστήκαµε, εκεί δοξαστήκαµε, και µονοµιάς το τοπίο µετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε Ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισµένο από ευτυχίες και δυστυχίες µε παγκόσµιο αντίχτυπο, τόσο γεµάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε µάθηµα αυστηρό και δε µπορείς να του ξεφύγεις, γίνεται κραυγή, και χρέος έχεις να την ακούσεις.