Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου




Η θεατρική παράσταση "Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου", της κυρίας του ελληνικού τραγουδιού, με  πρωταγωνίστρια την Νένα Μεντή,  καταφέρνει να σε συγκινήσει συνάμα να σε κάνει να γελάσεις  με τα δάκρυα ακόμη στα μάτια σου, να μεταφέρει ολοκληρωτικά τη ψυχή σου μέσα από τις περιγραφές της -άλλοτε τραγικές και άλλοτε χιουμοριστικές,  και τέλος να ταυτιστείς  με τη γυναίκα που η ζωή της υπήρξε βαριά σαν ιστορία. Η στιχουργός  βίωσε τους διωγμούς του ΄22 ,πέρασε κατοχή, εμφύλιο και χούντα. Έντονες στιγμές που αρκούν  για να οδηγήσουν κάποιον άνθρωπο στην τρέλα.  Όχι όμως εκείνη.







Η Μεντή μονολογεί συνομιλώντας φανταστικά με τα επτά πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της στιχουργού καθώς και στο έργο της: τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Γιώργο, τον άντρα της, τη Μαίρη, την κόρη της, τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τη Ρέα, την εγγονή της, και τη Μαριόγκα, τη μητέρα της. 

Οι αναμνήσεις  της αποτέλεσαν μια παρακαταθήκη πόνου που εξαργύρωνε με το ταλέντο της  στο γράψιμο. Τραγούδια που ακούγαμε στις ασπρόμαυρες ταινίες, στο παλιό ραδιόφωνο και στις κασέτες που έγραφαν οι γονείς μας.  Επιτυχίες  της εποχής που ξετυλίγουν μια προσωπική ιστορία. Ο Πέτρος Ζούλιας βασίστηκε στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» δομώντας το κείμενο κατά τρόπο που πίσω από κάθε στίχο σου παρουσιάζεται η έμπνευση. Στο τέλος της κάθε μικρής αυτής παρουσίασης εισάγεται η μελωδία, την οποία αναγνωρίζεις και αμέσως ανασύρεις σχεδόν βίαια από το βάθος του υποσυνείδητου σου σκονισμένες  γλυκόπικρες αναμνήσεις. Κάθε τραγούδι που ακολουθούσε σκεφτόμουν, μα και αυτό δικό της είναι; Σε εκπλήσσει που πίσω από γνώριμους ήχους κρύβεται μια μη γνώριμη, γεμάτη πάθος, ιστορία ζωής. 

Η Νένα Μεντή στο ρόλο της είναι καθηλωτική. Ξέχασα πως βρίσκονταν στη σκηνή. Λες και λίγο πριν βγει στο σανίδι αφήνει τον εαυτό της στο καμαρίνι και τη θέση της παίρνει κρυφά η Ευτυχία.

 Αποχωρώντας από το θέατρο νιώθεις  πλουσιότερος και πιο κοντά στις ρίζες σου. Μια παράσταση ζωής  που σίγουρα αξίζει να δεις.-




«Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, κατόπιν Νικολαίδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα με την μικρασιατική καταστροφή, το 1922 με δίπλωμα δασκάλας , πτυχίο που δε χρησιμοποίησε ποτέ καθώς αρχικά στράφηκε στο θέατρο(1926-1942, τολμηρό για την εποχή) κι έπειτα το 1949 στη στιχουργική, ακατάπαυστα ως το τέλος της. 


Αθυρόστομη, ψεύτρα, παμπόνηρη, καπάτσα, παθιασμένη στους έρωτές της και παρορμητική μέχρι εκεί που δεν παίρνει, εκ πρώτης όψεως συνιστά έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να περιγράφει και με τα καλύτερα των χρωμάτων. Πολύ όμορφη γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα κι ιδιαίτερα ευφυής, ήταν πολύ ερωτεύσιμη και προκαλούσε στους άλλους δυνατά συναισθήματα, όπως δυνατά ήταν και τα δικά της.»


Στου γιαλού τα βοτσαλάκια
κάθονται δυο καβουράκια
έρμα παραπονεμένα
κι όλο κλαίνε τα καημένα

Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα
πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Πάει ο κάβουρας το βράδυ
βρίσκει το τσαρδί ρημάδι
ψάχνει για τη φαμελιά του
και τραβάει τα μαλλιά του

Βάζει πλώρη κούτσα κούτσα
στη Ραφήνα
να πετύχει την κυρία καβουρίνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Το ξημέρωμα ροδίζει
και ο κάβουρας γυρίζει
δίχως τη συμβία πάλι
κούτσα κούτσα στ’ ακρογιάλι

Με το σπάρο τον ξενύχτη στη Ραφήνα
παίζει τώρα στα ρηχά η καβουρίνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια



Πετραδάκι πετραδάκι
για τα σένα το `χτισα
της αγάπης το τσαρδάκι
κι όμως δε σ’ απόχτησα.

Τα ψηλά τα σκαλοπάτια
όσες τ’ ανεβήκανε
βρήκαν πλούτη, μεγαλεία
μα καρδιά δε βρήκανε.

Για μια πλούσια αγάπη
τη δική μου πρόδωσες
και το ταπεινό τσαρδί μου
μου το περιφρόνησες.

Φλόγες άναψα ένα βράδυ
το τσαρδάκι το `καψα
κι ύστερα πάνω στη στάχτη
μοναχός μου έκλαψα.


Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω,
να φτιάξω όμορφες καρδιές
μεγάλες και πονετικές,
τις σκάρτες να πετάξω;

Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.

Να φτιάξω φίλο αληθινό
το φίλο να πονάει.
Τα βάσανα και οι καημοί
να λείψουνε απ’ τη ζωή
κι όμορφη να κυλάει.

Και στης γυναίκας την καρδιά
να βάλω λίγη μπέσα,
να της ανάψω μια φωτιά
να καταστρέψω την ψευτιά
που ’χει στα στήθια μέσα.



Μ’ ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας

Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό

Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ’ όνειρό μου το τρελό
τ’ όνειρό μου το ναυαγισμένο






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου