Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Vânia Conde






Η Vânia Conde γεννήθηκε στις Caldas da Rainha. Από μικρή τραγουδούσε στο σπίτι μεταξύ συγγενών, αλλά το πάθος της για το τραγούδι άνθισε πολύ αργότερα κατά τις σπουδές της, ξεκινώντας έτσι να τραγουδά σε διάφορες Noites de Fado. Ακολούθησαν προσκλήσεις μεγάλων προσωπικοτήτων της μουσικής σκηνής του Fado όπως ο Paulo Parreira και ο Aramac, ενθαρρύνοντάς την να τραγουδήσει σε τυπικά και παραδοσιακά Casas de Fado όπως το Mesa de Frades στην Alfama, στη Λισαβόνα.



Fado
Η μουσική fado είναι η μουσική ψυχή της Πορτογαλίας. Είναι ίσως μια από τις πιο παλιές *αστικές* μουσικές. Η ιστορία της fado, λέει πως προέρχεται από τον ήχο των κυμάτων που χαϊδεύει τα αυτιά των ναυτικών που νοσταλγούν την πατρίδα τους.

Τα θέματα της έχουν παραμείνει τα ίδια στα χρόνια: πεπρωμένο, ερωτική προδοσία, θάνατος και απόγνωση. Τραγουδιέται σαν μοιρολόι για τους ναυτικούς που λείπουν ή χάθηκαν για πάντα. Μα πάνω απ’ όλα, την διακρίνει αυτό που ονομάζεται longing, βαθιά νοσταλγία, πόθος. Είναι θλιμμένη και λυπημένη μουσική και όταν ερμηνεύεται σωστά, το κοινό συχνά ξεσπά σε δάκρυα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν η μουσική που ακουγόταν στους δρόμους, τις ταβέρνες και τα πορνεία των Alfama και Mouraria, φτωχών περιοχών του λιμανιού Lisbon. Η Fado τραγουδιέται από άντρες και γυναίκες, τους fadistas και συνοδεύεται από πορτογαλέζικη κιθάρα. Έφτασε στην ακμή της στα μισά του 20ου αιώνα. Τα κύρια ονόματα αυτής της περιόδου είναι οι Alfredo Marceneiro, Amalia Rodrigues, Maria Teresa de Noronha και Armandinho και Jaime Santos (κιθαρίστες). Μα η fadista που γνώρισε την μουσική αυτή στον υπόλοιπο κόσμο είναι η Amalia Rodrigues, που τραγουδούσε ως τον θάνατο της, το1999. Θεωρείται η diva της fado. Λατρεύεται σαν θεά στην πατρίδα της και έχει φανατικούς θαυμαστές στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Amália Rodrigues


Η fado διηγείται απραγματοποίητα όνειρα, χαμένους έρωτες, και την απέραντη θλίψη του ανικανοποίητου. Πηγάζει από την μοιρολατρική άποψη της ζωής. Το κοινό της, νιώθει περισσότερο, παρά ακούει, και μάλιστα, αν κάποιος ή κάποια fadista αδυνατεί να συγκινήσει τον κόσμο, διακόπτουν την ερμηνεία! Όταν όμως το τραγούδι ματώσει τις καρδιές των ακροατών, απαγορεύουν την είσοδο άλλων στον χώρο, μέχρι το πέρας του.

Συνήθως η προτίμηση είναι να είναι fadista-γυναίκα στη σκηνή. Φαίνεται πως οι πορτογάλοι πιστεύουν ότι το longing, τον λυγμό αυτόν της ψυχής, η γυναικεία φωνή τον αποδίδει καλύτερα. Η τραγουδίστρια στέκεται όρθια στη σκηνή, φορώντας μαύρο φόρεμα και σάλι στους ώμους. Το τραγούδι της το συνοδεύει με κινήσεις μόνο των χεριών. Το σώμα παραμένει ακίνητο. Είναι μαγεία. Μετά από μια πετυχημένη fado performance η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από ένα είδος θρησκευτικού δέους και ηλεκτρισμού.




Συνοδεύαμε την Vania και τους δύο κιθαρίστες, τον Ricardo Parreira και τον Marco Oliveira, για 2 μέρες στην Λαμία όπου και εμφανίστηκαν στον τόπο τεχνών "Χώρα".  










Η Vania προσπάθησε να μου εξηγήσει το συναίσθημα που κρύβεται πίσω από την πορτογαλική λέξη saudade η οποία συνδέεται άμεσα με την fado. Το συναίσθημα αυτό είναι ένα είδος νοσταλγίας για κάποιον που αγαπάς αλλά είναι απών και συνήθως δεν υπάρχει ελπίδα επιστροφής. Είναι η αγάπη που μένει και οι χαρούμενες αναμνήσεις που ανακαλείς με το πρόσωπο που λείπει σε μια προσπάθεια να αναβιώσεις τα τότε συναισθήματα. Μια συνεχή μάχη χαράς και θλίψης, όπου ευγνωμονείς για τις εμπειρίες μα το συναίσθημα της απώλειας υπερνικά. Όταν ζήτησα από τη Vania να μου χαρακτηρίσει μια στιγμή saudade για εκείνη, είπε πως όταν επιστρέψει στην πατρίδα της, και σκεφτεί όλες τις στιγμές που περάσαμε εμείς οι 5 το διήμερο αυτό, θα αισθανθεί saudade. 








Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Antonio López García




Στην επίσκεψη μου στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη, ενθουσιάστηκα με την ρεαλιστικότητα του παραπάνω πίνακα του Antonio López García. Ισπανός ζωγράφος και γλύπτης που χαρακτηρίζεται για το ρεαλιστικό του στυλ. Γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1936 λίγους μήνες πριν τον Ισπανικό Εμφύλιο. Επηρεασμένος από τον θείο του Antonio Lopez Torres, ζωγράφος τοπίων διάλεξε να ακολουθήσει την τέχνη αντί να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση σαν αγρότης. Ο καλλιτέχνης, χαρακτηριστικέ το 1986 από τον γνωστό κριτικό τέχνης Robert Hughes ως "the greatest realist artist alive". 

















Το studio του βρίσκεται σε ένα ήσυχο δρόμο της Μαδρίτης


Έχει κρεμασμένες εκτυπώσεις έργων του σε διάφορα σημεία του χώρου όπως αυτή  "Sinforoso and Josefa," (1955)



Ο καλλιτέχνης


Πορτραίτο σε εξέλιξη της Βασιλικής οικογένειας της Ισπανίας


Με τη σύζυγό του, Maria Lopez







Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου




Η θεατρική παράσταση "Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου", της κυρίας του ελληνικού τραγουδιού, με  πρωταγωνίστρια την Νένα Μεντή,  καταφέρνει να σε συγκινήσει συνάμα να σε κάνει να γελάσεις  με τα δάκρυα ακόμη στα μάτια σου, να μεταφέρει ολοκληρωτικά τη ψυχή σου μέσα από τις περιγραφές της -άλλοτε τραγικές και άλλοτε χιουμοριστικές,  και τέλος να ταυτιστείς  με τη γυναίκα που η ζωή της υπήρξε βαριά σαν ιστορία. Η στιχουργός  βίωσε τους διωγμούς του ΄22 ,πέρασε κατοχή, εμφύλιο και χούντα. Έντονες στιγμές που αρκούν  για να οδηγήσουν κάποιον άνθρωπο στην τρέλα.  Όχι όμως εκείνη.







Η Μεντή μονολογεί συνομιλώντας φανταστικά με τα επτά πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της στιχουργού καθώς και στο έργο της: τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Γιώργο, τον άντρα της, τη Μαίρη, την κόρη της, τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τη Ρέα, την εγγονή της, και τη Μαριόγκα, τη μητέρα της. 

Οι αναμνήσεις  της αποτέλεσαν μια παρακαταθήκη πόνου που εξαργύρωνε με το ταλέντο της  στο γράψιμο. Τραγούδια που ακούγαμε στις ασπρόμαυρες ταινίες, στο παλιό ραδιόφωνο και στις κασέτες που έγραφαν οι γονείς μας.  Επιτυχίες  της εποχής που ξετυλίγουν μια προσωπική ιστορία. Ο Πέτρος Ζούλιας βασίστηκε στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» δομώντας το κείμενο κατά τρόπο που πίσω από κάθε στίχο σου παρουσιάζεται η έμπνευση. Στο τέλος της κάθε μικρής αυτής παρουσίασης εισάγεται η μελωδία, την οποία αναγνωρίζεις και αμέσως ανασύρεις σχεδόν βίαια από το βάθος του υποσυνείδητου σου σκονισμένες  γλυκόπικρες αναμνήσεις. Κάθε τραγούδι που ακολουθούσε σκεφτόμουν, μα και αυτό δικό της είναι; Σε εκπλήσσει που πίσω από γνώριμους ήχους κρύβεται μια μη γνώριμη, γεμάτη πάθος, ιστορία ζωής. 

Η Νένα Μεντή στο ρόλο της είναι καθηλωτική. Ξέχασα πως βρίσκονταν στη σκηνή. Λες και λίγο πριν βγει στο σανίδι αφήνει τον εαυτό της στο καμαρίνι και τη θέση της παίρνει κρυφά η Ευτυχία.

 Αποχωρώντας από το θέατρο νιώθεις  πλουσιότερος και πιο κοντά στις ρίζες σου. Μια παράσταση ζωής  που σίγουρα αξίζει να δεις.-




«Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, κατόπιν Νικολαίδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα με την μικρασιατική καταστροφή, το 1922 με δίπλωμα δασκάλας , πτυχίο που δε χρησιμοποίησε ποτέ καθώς αρχικά στράφηκε στο θέατρο(1926-1942, τολμηρό για την εποχή) κι έπειτα το 1949 στη στιχουργική, ακατάπαυστα ως το τέλος της. 


Αθυρόστομη, ψεύτρα, παμπόνηρη, καπάτσα, παθιασμένη στους έρωτές της και παρορμητική μέχρι εκεί που δεν παίρνει, εκ πρώτης όψεως συνιστά έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να περιγράφει και με τα καλύτερα των χρωμάτων. Πολύ όμορφη γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα κι ιδιαίτερα ευφυής, ήταν πολύ ερωτεύσιμη και προκαλούσε στους άλλους δυνατά συναισθήματα, όπως δυνατά ήταν και τα δικά της.»


Στου γιαλού τα βοτσαλάκια
κάθονται δυο καβουράκια
έρμα παραπονεμένα
κι όλο κλαίνε τα καημένα

Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα
πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Πάει ο κάβουρας το βράδυ
βρίσκει το τσαρδί ρημάδι
ψάχνει για τη φαμελιά του
και τραβάει τα μαλλιά του

Βάζει πλώρη κούτσα κούτσα
στη Ραφήνα
να πετύχει την κυρία καβουρίνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Το ξημέρωμα ροδίζει
και ο κάβουρας γυρίζει
δίχως τη συμβία πάλι
κούτσα κούτσα στ’ ακρογιάλι

Με το σπάρο τον ξενύχτη στη Ραφήνα
παίζει τώρα στα ρηχά η καβουρίνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια



Πετραδάκι πετραδάκι
για τα σένα το `χτισα
της αγάπης το τσαρδάκι
κι όμως δε σ’ απόχτησα.

Τα ψηλά τα σκαλοπάτια
όσες τ’ ανεβήκανε
βρήκαν πλούτη, μεγαλεία
μα καρδιά δε βρήκανε.

Για μια πλούσια αγάπη
τη δική μου πρόδωσες
και το ταπεινό τσαρδί μου
μου το περιφρόνησες.

Φλόγες άναψα ένα βράδυ
το τσαρδάκι το `καψα
κι ύστερα πάνω στη στάχτη
μοναχός μου έκλαψα.


Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω,
να φτιάξω όμορφες καρδιές
μεγάλες και πονετικές,
τις σκάρτες να πετάξω;

Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.

Να φτιάξω φίλο αληθινό
το φίλο να πονάει.
Τα βάσανα και οι καημοί
να λείψουνε απ’ τη ζωή
κι όμορφη να κυλάει.

Και στης γυναίκας την καρδιά
να βάλω λίγη μπέσα,
να της ανάψω μια φωτιά
να καταστρέψω την ψευτιά
που ’χει στα στήθια μέσα.



Μ’ ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας

Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό

Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ’ όνειρό μου το τρελό
τ’ όνειρό μου το ναυαγισμένο






ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ





‘’Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη’





Το ταξίδι κ’ η εξοµολόγηση στάθηκαν οι δυο µεγαλύτερες χαρές της ζωής µου. Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις - να βλέπεις και να µη χορταίνεις - καινούρια χώµατα και θάλασσες και ανθρώπους κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, µε µακρόσερτη µατιά, κ’ έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν µέσα σου ήσυχα, τρικυµιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός, να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές και τις πίκρες σου - τούτη η αλχηµεία της καρδιάς είναι, θαρρώ µια µεγάλη αντάξια του ανθρώπου ηδονή.

.....................

Το ιδανικό µου θα ήταν οχτώ µήνες ταξίδι και τέσσερις µήνες µοναξιά.

.....................

Ένα µονάχα αξίζει: το ταξίδι.



Αυτά τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη συνοψίζουν το πάθος του για τα ταξίδια. Από την πρώτη του νεότητα µέχρι το θάνατό του δεν έπαψε να ταξιδεύει στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Ήταν ένας ακούραστος ταξιδιώτης. Για ποιούς λόγους; Τι αναζητούσε ακριβώς µέσα στις πολλαπλές του περιηγήσεις; 



Ελλάδα

Όλα στην Ελλάδα, βουνά, ποταµοί, θάλασσες, πεδιάδες, «ανθρωπίζουνται» και µιλούν στον άνθρωπο µια σχεδόν ανθρώπινη γλώσσα. ∆εν τον καταπλακώνουν, δεν τον τυραννούν, γίνουνται φίλοι του και συνεργάτες. Η θολή, ακαταστάλαχτη κραυγή της Ανατολής, περνώντας από το φως της Ελλάδας, καθαρίζει, ανθρωπίζεται, γίνεται λόγος. Η Ελλάδα είναι το φίλτρο που λαγαρίζει µε αγώνα πολύ το χτήνος σε άνθρωπο, την ανατολίτικη σκλαβιά σ’ ελευτερία και τη βάρβαρη µέθη σε νηφάλιο λογισµό. Να δώσει πρόσωπο στο απρόσωπο, µέτρο στην αµετρία, ισορροπώντας τις συγκρουόµενες τυφλές δυνάµεις, τέτοια η αποστολή της πολυβασανισµένης στεριάς και θάλασσας που λέγεται Ελλάδα.

Είναι αληθινή χαρά, πλούτος µεγάλος να τριγυρνάς την Ελλάδα. Τόσο το ελληνικό χώµα είναι ποτισµένο µε δάκρυα, ιδρώτα κι αίµα, τόσο τα Ελληνικά βουνά είδαν ανθρώπινον αγώνα, που ανατριχιάζεις λογιάζοντας πως στα βουνά ετούτα και τ’ ακρογιάλια παίχτηκε η µοίρα της λευκής φυλής. Παίχτηκε η µοίρα του ανθρώπου. 

Σίγουρα σ’ ένα από τ’ ακρογιάλια αυτά, τα γεµάτα χάρη και παιχνιδίσµατα, θα γίνηκε το θάµα της µετουσίωσης του ζώου σε άνθρωπο.

Γεµάτη µυστική αποστολή κι ευθύνη όχι µονάχα η γεωγραφική παρά κι η ψυχική τοποθέτηση της Ελλάδας, δύο ασίγαστα ρέµατα συγκρούονται στις στεριές της και στις θάλασσες, και να γιατί η Ελλάδα στάθηκε πάντα ένα σηµείο γεωγραφικό και ψυχικό ακατάπαυστα στροβιλισµένο. Η µοιραία αυτή τοποθέτηση επέδρασε θεµελιακά στην τύχη της Ελλάδας και του κόσµου.

Κοίταζα, οσφραινόµουν, άγγιζα της Ελλάδα, πεζοπορώντας, ολοµόναχος, µ’ ένα ραβδί από ελιά στο χέρι, µ’ ένα δισάκι στον ώµο. Κι όσο έµπαινε µέσα µου η Ελλάδα, τόσο ένοιωθα και πιο βαθιά πως η µυστική ουσία της Ελληνικής στεριάς και θάλασσας είναι µουσική. Κάθε στιγµή το Ελληνικό τοπίο, ενώ µένει το ίδιο, αλλάζει ανάλαφρα, κυµατίζει την οµορφιά του, ανανεώνεται. Έχει βαθιάν ενότητα και συνάµα ακατάπαυστα ανανεούµενη ποικιλία. Τάχα ο ίδιος ρυθµός δεν κυβερνάει και την Αρχαία τέχνη, που γεννήθηκε κοιτάζοντας, αγαπώντας, νογώντας και διατυπώνοντας τον ορατό γύρα της κόσµο; Κοιτάχτε ένα Ελληνικό έργο της µεγάλης κλασικής εποχής, δεν είναι ακίνητο, µια αδιόρατη ανατριχίλα ζωής το διαπερνάει, παίζει σαν τις φτερούγες του γερακιού όταν σταθεί στην κορυφή του αγέρα και µας φαίνεται ακίνητο. Όµοια και το αρχαίο άγαλµα ζει, κινιέται αδιόρατα, συνεχίζοντας την παράδοση, ετοιµάζοντας τη µελλούµενη πορεία της τέχνης, ισορροπεί, σε αθάνατη µια στιγµή, την τρισυπόστατη ροή του καιρού.


Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του έτσι µοιραία µετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουµε κι εµείς άξιοι των προγόνων, πώς να τη συνεχίσουµε, χωρίς να τη ντροπιάσουµε, την παράδοση της ράτσας µας; Μια αυστηρή ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώµους σου, βαραίνει τους ώµους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταµάχητη µαγική δύναµη έχει το όνοµα, όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο Ελληνικό θρύλο.

Ένα Ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εµάς τους Έλληνες µιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας, έχει ένα όνοµα το τοπίο - το λένε Μαραθώνα, Σαλαµίνα, Ολυµπία, Θερµοπύλες, Μυστρά - συνδέεται µε µιαν ανάµνηση, εδώ ντροπιαστήκαµε, εκεί δοξαστήκαµε, και µονοµιάς το τοπίο µετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε Ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισµένο από ευτυχίες και δυστυχίες µε παγκόσµιο αντίχτυπο, τόσο γεµάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε µάθηµα αυστηρό και δε µπορείς να του ξεφύγεις, γίνεται κραυγή, και χρέος έχεις να την ακούσεις.


Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Ράντγιαρντ Κίπλινγκ







Αν μπορείς να κρατάς την ψυχραιμία σου
όταν οι άλλοι χάνουν τη δική τους
και ρίχνουν σε σένα την ευθύνη 
και την αιτία της αδυναμίας τους.

Αν έχεις πίστη στον εαυτό σου
όταν οι άλλοι αμφιβάλλουν για σένα
και δε σε πειράζει αυτή η δυσπιστία τους

Αν μπορείς καρτερικά να περιμένεις
χωρίς να σε κουράζει η αναμονή,
ή όταν διαδίδουν ψέματα για σένα
να μην ξεπέφτεις και συ στο ψέμα,
ή όταν φανερά σου δείχνουν μίσος
να μην αφήσεις το μίσος να σε καταλάβει,
κι όμως να μη φαίνεσαι πολύ αγαθός
μήτε πολύ στοχαστικός στα λόγια.

Αν να ονειρεύεσαι είσαι ικανός
δίχως να γίνεσαι σκλάβος των ονείρων

Αν να δέχεσαι μπορείς θρίαμβο και όλεθρο το ίδιο
και να αντιμετωπίζεις παρόμοια και τα δύο

Αν είσαι σε θέση να υπομείνεις
ακούγοντας την αλήθεια που συ είπες,
να επαναλαμβάνεται αλλοιωμένη από πονηρούς
που επιδιώκουν έτσι να παγιδέψουν αφελείς,
ή να παρατηρείς αυτά που συ τους έδωσες ζωή,
σπασμένα να κείτονται και παραπεταμένα
και να φτιάχνεις εξαρχής με εργαλεία φθαρμένα.

Αν τολμάς όλα σου τα πλούτη μαζεμένα
να τα παίζεις κορώνα-γράμματα μεμιάς,
να χάνεις κι απ' την αρχή να ξεκινάς
χωρίς να μέμφεσαι για τη μοίρα σου κανέναν

Αν μπορείς να κάνεις καρδιά, νεύρα και μυς
να σε υπηρετούν ακόμα κι όταν έχουν καταρρεύσει,
και γερά να κρατάς, ενώ δεν υπάρχει εντός σου
τίποτε πέρα από τη θέληση που τους λεει <βαστάτε!>

Αν μπορείς να μιλάς με χιλιάδες
κι όμως να κρατάς την αρετή σου,
ή να περπατάς με κυβερνήτες
κι όμως να μην αλλάζεις την απλή ζωή σου.

Αν ούτε εχθροί σε βλάψουν μπορούν,
μα ούτε και κοντινότεροι φίλοι,

Αν όλοι έχουν την ίδια αξία για σένα
και κανείς πιο πολύ από τους άλλους

Αν μπορείς να γεμίζεις τη μέρα σου
με εικοσιτέσσερις ώρες αξίας ζωής,
τότε δική σου θα είναι όλη η Γη
με όλα της τα αγαθά κι ακόμη:
Αληθινά θα είσαι Άνθρωπος παιδί μου.



Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Η Κυρία Βιργινία.





Αναρωτιέμαι συχνά αν αυτή η ανάγκη που έχω να θέλω να βρίσκομαι κοντά, να παρακολουθώ και να εμπνέομαι από/σε ανθρώπους που θεωρώ για κάποιο λόγο μεγαλειώδεις έγκειται στο ότι μεγάλωσα δίπλα σε έναν άνθρωπο Τέτοιο. Ή αν απλά πρόκειται για μια σύμπτωση ή μια φωτιά όπως έχει πει κάποιος που ανάβει μέσα μας και μαζί της ανάβουν τα ένστικτα και αναζωπυρώνουν και οι αισθήσεις.
Έχω καταλήξει πως δεν υπάρχουν σαφείς και απόλυτες απαντήσεις για τις αναζητήσεις μου αφού ανάλογα με τις περιστάσεις διαμορφώνονται και αυτές.
Παρ’ όλ’ αυτά, θεωρώ πως το να μεγαλώνεις δίπλα σε έναν άνθρωπο που είναι για εσένα για κάποιο λόγο σπουδαίος σε κάνει μοιραία να αναζητάς κι άλλους Τέτοιους έπειτα στη ζωή σου. Είναι γιατί εκπαιδεύτηκες στο συναίσθημα αυτό: Να κλέβεις από την ποιότητά τους, να εμπνέεσαι από τη συμπεριφορά τους / τις κινήσεις τους / την αύρα τους / τη σοφία τους / τις απόψεις τους, να θαυμάζεις την ιστορία τους / τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους, να λατρεύεις τις ιδιοτροπίες τους και να τις εκτιμάς γιατί είναι Εκείνοι και το ότι τις έχουν απλά συνθέτει τη μεγαλειότητα τους, να χαίρεσαι που είσαι δίπλα τους και σου μιλούν γιατί σε κάθε τους λέξη γίνεσαι πλουσιότερος.
Αυτό τουλάχιστον έχει συμβεί σε εμένα. Συνάντησα την Κυρία Βιργινία όταν γεννήθηκα και πάω στοίχημα ότι χαμογέλασα στο μαιευτήριο. Αν δε χαμογέλασα, έχω σκεφτεί πως ένιωσα τουλάχιστον ασφάλεια. Ή πως έστω αισθάνθηκα την ενέργεια της καλής μου τύχης να την έχω κοντά μου.
Δεν ξέρω πως έμοιαζε εμφανισιακά τότε. Νομίζω κάθε χρονιά πως είναι όπως τώρα. Το κάθε τώρα είναι το τότε που τη ζω. Είναι πάντα η γιαγιά, όχι η οποιαδήποτε γιαγιά. Η γιαγιά μου. Καταλαβαίνεις πάντα τη διαφορά της γιαγιάς από τη δική σου γιαγιά. Παράλληλα και εκ διαμέτρου αντίθετα, ανεξάρτητα και σε απόσταση από αυτό το ρόλο, είναι μια Αρχόντισσα. Περπατάει πάντα καμαρωτά, η ομορφιά της αρχοντιάς της διαχέεται σε κάθε της κίνηση - ακόμη κι αν στέκεται ακίνητη -, σου αρέσει ότι κι αν λέει, συνήθως δε λέει πολλά, σέβεται το συνομιλητή της, ποτέ δε θεωρεί πως έχει πολύ σπουδαία πράγματα να σου πει, είναι αυτή η σεμνότητα που την κάνει ακόμη πιο όμορφη, οι τρόποι της την καταδικάζουν σε μια πολύ προφανή εικόνα καλλιεργημένης οντότητας, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο για το τι είναι, είναι από εκείνα τα πρόσωπα που χωρίς προσπάθεια αντιλαμβάνεσαι την ποιότητά τους, δεν κοπιάζεις, είναι δεδομένη. Το πρόσωπό της, οι γραμμές, οι ρυτίδες, οι εκφράσεις της προσδίδουν την άμωμη και καθαρή της φύση.
Έτσι κι εγώ, προσπαθώ να διαχωρίζω τη γιαγιά μου Βιργινία από την Κυρία Βιργινία. Σκέπτομαι πως είναι λίγο όλο αυτό που αυτή η γυναίκα πρεσβεύει να μετουσιώνεται απλά στο ότι είναι η γιαγιά μου η Βιργινία. Άσε, που ίσως κινεί υποψίες ή προκαταλήψεις πως είμαι υποκειμενική. Σκέπτομαι επίσης πως είναι εγωιστικό, να συγχέονται τόσο τυχαία όλα σε ένα, δηλ η σπουδαιότητά της με το ότι μου ‘λαχε να είναι η γιαγιά μου, αίμα μου. Πρέπει να διαχωρίζονται αυτά.
Και γιατί είναι σπουδαία; Παλιά, όταν ήμουν μικρή μου αρκούσε το ότι είναι ιδιαίτερη, δε μοιάζει με καμιά άλλη γιαγιά ή γυναίκα. Μεγαλώνοντας, που διαπίστωσα πως η καλλιέργεια δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό του ανθρώπου αλλά κατακτιέται, άρχισα να αντιλαμβάνομαι το πριν.. ή το πώς έφτασε ως εδώ. Κι έτσι, άρχισα να ακούω τις ιστορίες της που μικρότερη παραμελούσα.
Κοντεύει τα 85 χρόνια ζωής. Έχασε τους γονείς της μικρή, ανέβηκε αντιστασιακά και ούσα κοριτσάκι στα βουνά, τα ‘βαλε με τους εχθρούς της κάθε εποχής διεκδικώντας την ελευθερία. Τη δική της. Τη δική μου, τη δική σου. Παρασημοφορήθηκε ουκ ολίγες φορές. Χώρισε τον άντρα της τα χρόνια της ντροπής να έχεις τα guts να χωρίζεις. Κατέβηκε στην Αθήνα με τα παιδιά της και ξεκίνησε από το μηδέν. Με αξιοπρέπεια.
Τη θυμάμαι πάντα να πολεμάει, δεν τη θυμάμαι ποτέ να γκρινιάζει.
Ήταν πάντα γενναιόδωρη μαζί μου. Μου επέτρεπε και με προέτρεπε σε αλόγιστες σπατάλες, παρά το ότι η ίδια ήταν πάντα τόσο ολιγαρκής. Τα τελευταία της χρόνια στην Αθήνα, πριν κουβαλήσει όλο αυτό το βιος των αξιών της και έρθει να μείνει κοντά μας, τη θυμάμαι να μένει με μια άλλη σπουδαία Κυρία, την Κυρία Ελένη Γκοβόστη στο σπίτι της στα Εξάρχεια. Να της μιλάει η Κυρία Ελένη για τον Καρυωτάκη, τον Ελύτη, και τις εκδόσεις των βιβλίων που προτοέκανε με το σύζυγό της στην Αθήνα κάποια παλιότερη εποχή, να πίνουν ελληνικό καφέ με θέα την πλατεία και να συμφωνούν στα πολιτικά. Ήταν και οι δυο τόσο φίνες. Γυρνούσα τότε έφηβη από τις εξερευνήσεις μου στα Εξάρχεια και έβλεπα αυτές τις αρχόντισσες να κινούνται μέσα στις αύρες της αξιοπρέπειας και της αλήθειας τους, εκπέμποντας ενέργεια σε επίπεδα που αδυνατούσα να συλλάβω.
Τα καλοκαίρια, μου ερχόταν στο πατρικό και περνούσαμε κάποιο καιρό μαζί. Δεν ήταν ποτέ η συμβατική γιαγιά. Ήταν αδύνατο να κάνεις κάποια ανούσια συζήτηση μαζί της, την απασχολούσε πολύ το πολιτικό γίγνεσθαι. Ήταν πάντα πολύ όμορφη. Όχι μόνο γιατί ξεχώριζε για τους τρόπους της, το ενδιαφέρον που παρουσίαζε σαν άνθρωπος και την καλοσύνη της, αλλά και γιατί και εκ του φυσικού της είχε όμορφα σπιρτόζικα μάτια, ροδαλά μάγουλα και καλοσχηματισμένα χείλη. Από τα χέρια της συμπέραινες πως είχε δουλέψει πολύ στη ζωή της και από τα πολύχρωμα φορέματά της πως ήξερε να το απολαμβάνει. Δεν είχε βαφτεί ποτέ. Φορούσε πάντα ακριβά κοσμήματα, είχε πάντα καθαρά και περιποιημένα σεβαστικά μαλλιά. Τα ρούχα της απλά συνέθεταν ή και ολοκλήρωναν την εικόνα μιας γυναίκας που αν δεν ήξερες, αναρωτιόσουν ποια είναι.
Δεν υπήρχε τίποτα το κλισέ σε αυτήν τη γυναίκα. Η απλότητά της την έκανε προσιτή, την ίδια στιγμή που η αξιοπρέπεια και η αρχοντιά της, της έδιναν διαστάσεις τέτοιας σπουδαιότητας που δίσταζες να πλησιάσεις πιο πολύ.
Όταν ήμουν παιδί, με πήγαινε κρυφά από τη μαμά μου την άνοιξη για παγωτό ρόκετ και όταν μεγάλωσα με χαρτζιλίκωνε για να βγαίνω τα βράδια στην Αθήνα και να γυρνάω το ξημέρωμα, την εποχή που στο πατρικό μου δε θα μπορούσα να διανοηθώ να γυρίσω τέτοια ώρα ακόμη κι αν έφερνα τον καλύτερο βαθμό στην τάξη.
Καμιά μου ιστορία σεξουαλική ποτέ δεν τη σόκαρε. Η σεμνότητα της και η αβρότητα των τρόπων της δεν την άφηναν να αποδεχτεί το ότι είναι ανοιχτόμυαλη, προτιμούσε να μου ανταπαντά λέγοντας πως «είναι που σου ‘χω εμπιστοσύνη».
Έρχονταν διάφοροι και της μιλούσαν, τη ρωτούσαν, τη θαύμαζαν, ήθελαν να τη γνωρίσουν. Ήταν πάντα πολύ χαρούμενη αν οι πολιτικές τους ανησυχίες ταίριαζαν. Περπατούσε σαν κοριτσάκι και χαμογελούσε χαριτωμένα ή και γελούσε δυνατά. Ήταν ντόμπρα και δεν έπαιρνε χαμπάρι να σου πει την αλήθεια. Χωρίς ποτέ να σε προσβάλλει. Δεν την είδα ποτέ να τεμπελιάζει. Να αράζει για λίγο. Πάντα με κάτι καταπιανόταν, κάτι έκανε. Δούλευε πολύ τα χέρια της, της άρεσε να φτιάχνει διάφορα χειροποίητα και να τα χαρίζει. Κάθε απόγευμα διάβαζε την εφημερίδα της. Δεν έβλεπε πολύ καλά αλλά δε θα σου έλεγε ποτέ να διαβάσεις εσύ για εκείνη. Όταν το έκανες, δεν το απολάμβανε. Άκουγε αγχωμένη, δεν ήθελε ποτέ να σε κουράσει. Τόσο διακριτική και ευγενής.
Τη θυμάμαι πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Δεν είναι ότι της το επέτρεπε, είναι ότι ήξερε ότι το δικαιούται. Κάποια βράδια το χειμώνα που άκουγε ρεμπέτικα τραγούδια από την τηλεόραση, έστεκε όρθια και χόρευε διακριτικά μέσα στη ρόμπα και τα μπικουτί της, πίνοντας ουίσκυ και καπνίζοντας. Είναι από εκείνες τις σκηνές, που γουστάρεις να θυμάσαι αν τα κλισέ και οι εντολές της μικροκοινωνίας δε σε κατέκλεισαν ποτέ.
Η αντιστασιακή αυτή περσόνα που δε φοβήθηκε να τα βάλει με τα τέρατα της κάθε εποχής που διένυσε, δε θα μπορούσε σήμερα να κάνει τίποτα ‘κανονικά’. Γι’ αυτό σου λέω πως δε μοιάζει με άλλη γιαγιά. Γι’ αυτό σου λέω πως μου είναι τύχη μεγάλη να τη γνωρίσω. Και πως μου ήταν εφόδιο που με έκανε πλουσιότερη το ότι υπήρξε η γιαγιά μου. Η δική μου γιαγιά. Που έτυχε να είναι η Κυρία Βιργινία.



Το περισσότερο από το κείμενο αυτό γράφτηκε το μεσημέρι της 13/8/12, κάπου στην Ανάφη. Κλείνοντας το με σκοπό να συνεχιστεί κάποια στιγμή αργότερα στο νησί κι ενώ είχε φτάσει πια απόγευμα, μου τηλεφώνησαν για να μου πουν πως η Κυρία Βιργινία έφυγε.
Έτσι. Χωρίς κανένα λόγο. 
Θα πήγαινε στο σπίτι της στην Πλατανούσσα Ιωαννίνων για το δεκαπενταύγουστο.
Είχε ντυθεί και ετοιμαστεί. Χαμογελούσε.

της Χριστίνας Βλάσση




Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Μάτα Χάρι, το Μάτι της Αυγής


 


   «Ανήκω απόλυτα στην Ανατολή. Γεννήθηκα στα νότια της Ινδίας, στην ακτή του Μάλαμπαρ, στην ιερή πόλη Τζάφναπάταμ. Η μητέρα μου ήταν λαμπρή χορεύτρια Μπαγιαντέρ στο ναό Κάντα Σβάνι. Πέθανε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, την ημέρα που γεννήθηκα. Οι ιέρειες το ναού, μόλις αποτέφρωσαν το άψυχο κορμί της, με υιοθέτησαν και μου χάρισαν το όνομα Μάτα Χάρι, το Μάτι τη Αυγής».
   Με αυτά τα λόγια θα μπορούσε κάποιος να αρχίσει την αφήγηση της ζωής μιας αμφιλεγόμενης και συναρπαστικής γυναίκας που έζησε χωρίς κανόνες και ηθικούς δισταγμούς, της Μαργκαρέτα Γκεερτρούντα Ζάλε, ή απλά Μάτα Χάρι.
   Από την ημέρα που έκανε τα πρώτα της βήματα κλείστηκε στο ναό Σίβα. Εκεί, τα πρωινά διδασκόταν τις κινήσεις των Μπαγιαντέρ ενώ τα απογεύματα περπατούσε στους κήπους και έφτιαχνε γιρλάντες από γιασεμί που θα κοσμούσαν το βωμό.
   Αφιερωμένη στο Σίβα, σε ηλικία δεκατριών χρονών μυήθηκε χορεύοντας μπροστά στου πρίγκιπες στις όχθες του Γάγγη. Ήταν το πεπρωμένο της να ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας της στην ιερή τελετουργία του χορού.
   Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών όταν απάντησε σε μια αγγελία γνωριμίας ενός Λοχαγού του ολλανδικού στρατού, του Ρούντολφ Μακλάουντ, τον οποίο παντρεύτηκε έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα και τον ακολούθησε στις αποικίες των Ανατολικών Ινδιών. Η ίδια είχε πει κάποτε «…ανέκαθεν λάτρευα τους αξιωματικούς. Προτιμούσα πάντα να είμαι ερωμένη ενός αδέκαρου στρατιωτικού παρά ενός πλούσιου τραπεζίτη…». Το ζευγάρι απέκτησε δυο παιδιά, Νόρμαν και Ζαν Λουίζ.
   Έζησαν ταραχώδη έγγαμο βίο λόγω της συνήθειας της νεαρής συζύγου να φλερτάρει ανοιχτά με κάθε διαθέσιμο άντρα του κύκλου τους. Όταν μια ψυχοπαθής υπηρέτρια δηλητηρίασε το τρίχρονο γιό τους, επέστρεψαν στην Ολλανδία όπου ο στρατηγός Μακλάουντ κατηγόρησε τη Μαργκαρέτα για τη συμφορά τους και παίρνοντας τη μικρή τους κόρη, την εγκατέλειψε.

   Ήταν απένταρη και έπρεπε να βρει λεφτά να ζήσει. Ένας φίλος τη συμβούλεψε πως στο Παρίσι σίγουρα κάτι θα προέκυπτε. Έτσι λοιπόν η Μαργκαρέτα μπήκε στο τρένο για το Παρίσι και άφησε πίσω τη προηγούμενη ζωή της. ‘Έπιασε ένα δωμάτιο σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο και προκειμένου να βγάλει κάποια χρήματα, δέχτηκε να ποζάρει ως γυμνό μοντέλο. Όμως τα χρήματα που κέρδιζε ήταν μηδαμινά και δεν της έφταναν να πληρώσει το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Έτσι λοιπόν, άρχισε να αναζητά δουλειά ως χορεύτρια ινδικών χορών. Η μεγάλη στρογγυλή αίθουσα ενός μουσείου ανατολίτικης τέχνης έγινε η προσωπική της σκηνή. Η πρώτη παράσταση της κυρίας Μακλάουντ δόθηκε στις 13 Μαρτίου. Ενδεδυμένη με αραχνοΰφαντες στολές ως νέα Σαλώμη και λυγίζοντας ο ημίγυμνο κορμί της, αντιγράφοντας τις ινδονήσιες χορεύτριες που είχε κάποτε, περιόδευσε στην Ευρώπη εισπράττοντας θερμό χειροκρότημα από το αντρικό κοινό για το αυτοσχέδιο στριπτίζ με το οποίο τελείωνε τη παράστασή της.
   Αργότερα βρέθηκε στο Βερολίνο, όπου έκανε πολλές νέα γνωριμίες με γερμανούς αξιωματικούς. Ένα υψηλόβαθμο πρόσωπο της Αστυνομίας της πρότεινε να μετακομίσει στο Βερολίνο, διαμένοντας σε μια βίλα με αντάλλαγμα τι υπηρεσίες της ως κατάσκοπος των γερμανικών υπηρεσιών εκμεταλλευόμενη την πλούσια, σε Γάλλους πολιτικούς και στρατιωτικούς, ατζέντα της. Και έτσι απλά εκείνη δέχτηκε.
   Το Πράσινο Σπίτι, όπως ονομαζόταν εξαιτίας του χρώματός του, φιλοξένησε πολλούς σημαντικούς ανθρώπους που o καθένας έκρυβε και κάποια πληροφορία, που στο τέλος της διαμονής τους είχε γίνει γνωστή προς όφελος των γερμανικών υπηρεσιών. Το Σπίτι ήταν γεμάτο μικρόφωνα, παγιδευμένα τηλέφωνα και μυστικούς καθρέπτες.
   Σιγά σιγά το Παρίσι, όπου ήταν εγκατεστημένη, φάνηκε να μην αναζητάει πλέον τη μυστηριώδη χορεύτρια που τόσο πολύ τη μάγευε. Η Γερμανία είχε ήδη κηρύξει το πόλεμο στη Γαλλία και πολλές ύποπτες κινήσεις άρχισαν να δείχνουν το πραγματικό τους χαρακτήρα. Μετά από πολύ καιρό χρησιμοποίησης των υπηρεσιών της Μάτα Χάρι από τις γερμανικές υπηρεσίες, οι κινήσεις της έγιναν γνωστές από τις γαλλικές αρχές. Της ζήτησαν να αναφέρει τις θέσεις των γερμανικών υποβρυχίων και εκείνη, μη θέλοντας να τους στρέψει εναντίον της, συμφώνησε.
   Κατά τη τελευταία αποστολή της, στην Ισπανία, αποπλάνησε το γερμανό ακόλουθο για να του εκμαιεύσει απόρρητα σχέδια και εκείνος, που γνώριζε από την αρχή τη προδοσία της, της αποκάλυψε αυτά που ήθελε. Οι Γερμανοί είχαν ήδη ανακαλύψει τη διπλή τη δράση και είχαν αποφασίσει πως είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τη θέση της. Πολλοί είπαν πως αυτή η υπερπροσφορά κατασκοπικών υπηρεσιών φαίνεται πως την οδήγησαν στην αυτοκαταστροφή της.
   Οι γαλλικές αρχές πληροφορήθηκαν, τη συνέλαβαν και τη κράτησαν φυλακισμένη για οχτώ μήνες, όσο κράτησε η δίκη της. Στη διάρκεια της φυλάκισή της φάνηκε να έχει αποδεχτεί πως έπρεπε να πληρώσει για τις πράξεις της. Λέγεται πως οι πληροφορίες που εκμαίευσε στη πορεία της ως κατάσκοπος της γερμανικής κυβέρνησης, ήταν η αιτία για το θάνατο 50.000 Γάλλων.
   Το στρατοδικείο τη βρήκε ένοχη, για κατασκοπεία, συνεργασία και πληροφόρηση του εχθρού, σε μια προσπάθεια να τους βοηθήσει στις ενέργειές τους. Η ποινή της-εκτέλεση δια τουφεκισμού. Η ημέρα της εκτέλεσής της καθορίστηκε για τις 15 Οκτωβρίου 1917. Τη συνόδευσε μια Καλόγρια του Ελέους, η οποία της είχε κρατήσει συντροφιά και παρηγοριά όλους αυτούς τους μήνες. Όταν την οδήγησαν στο σημείο της εκτέλεσης ήταν ήρεμη. Ζήτησε από τη καλόγρια να την αγκαλιάσει λίγο πριν την αφήσει και να μην απομακρυνθεί για να τη κοιτάζει εκείνη τη στερνή στιγμή. Και έτσι απλά η περίφημη ανατολίτισσα χορεύτρια έδωσε τη τελευταία της παράσταση.
   «Άφηνε τα αραχνοΰφαντα πέπλα της να πέσουν απαλά από το κορμί της και όλη η Ευρώπη γονάτιζε μπροστά της. Μπορούσε να αιχμαλωτίσει κάθε άντρα. Ήταν η Μάτα Χάρι που πρώτη τόλμησε να λικνιστεί γυμνή στους αισθησιακούς χορούς της Ανατολής, εκείνη που έγινε το διπλό σύμβολο της προδοσίας, η διασημότερη κατάσκοπος του εικοστού αιώνα …»



της Βασιλικής Παπαδοπούλου


Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Μίστερ Πέτεμυ






O Mr_Petemy κάνει το twitter να φαντάζει όχι και τόσο βαρετό μέσο δικτύωσης όσο φαίνεται στην αρχή. Τιτιβίζει απολαυστικά με χιούμορ, ευφυΐα και απρόσμενα λογοπαίγνια. Η αιτία για τα άγρια βλέμματα που δέχομαι στην δουλειά την ώρα που διαβάζω τα tweets του και γελάω δυνατά. Προτιμώ να τον ακολουθώ στις εξόδους του, μιας και η προσωπική επαφή μαζί του είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Ας πάρουμε μια γεύση από τα αγαπημένα μου τιτιβίσματα του ιδίου καθώς και ένα κείμενο που έγραψε ειδικά για το blog.




























































Εγώ πότε θα γίνω συγγραφέας;



Κάθε φορά που αρχίζω να διαβάζω ένα βιβλίο με πιάνει ψύχωση πως πρέπει να το τελειώσω γρήγορα για να διαβάσω μετά άλλο και μετά κι άλλο κι άλλο χωρίς σταματημό έτσι για να ‘χω να ασχολούμαι με κάτι. Επίσης από κάποια στιγμή και μετά συνήθως γύρω στην 5η - 6η σελίδα θυμάμαι το όνειρο μου από μικρός να γράψω και ‘γω κάποια στιγμή ένα βιβλίο οπότε λέω άντε να συντομεύω να τελειώσω αυτό ν’ αρχίσω επιτέλους να γράφω το δικό μου. Φυσικά, όταν επιτέλους το τελειώνω, είμαι μάλλον πολύ κουρασμένος να ασχοληθώ με το δικό μου οπότε το ρίχνω σε καινούριες σειρές και 12ωρα ύπνου για να συνέλθω απ’ την πολλή λογοτεχνία.

Θυμάμαι ένα καλοκαίρι κάπου στη Β’ λυκείου ξεκίνησα να γράψω σ’ ένα μπλε τετράδιο SUPER το μυθιστόρημα μου που τελικά περιορίστηκε σε μία 10σέλιδη, γεμάτη μουτζούρες εισαγωγή όπου σε γενικές γραμμές ευχαριστούσα τους γονείς μου για τη στήριξή τους όλα αυτά τα χρόνια και τα λεφτά που χάλασαν στα φροντιστήρια για να με σπουδάσουν και να με κάνουν άνθρωπο σωστό και μορφωμένο. Είχε τίτλο «Η Απαγωγή» και όντως είχα σκοπό να γράψω για μία απαγωγή. Καμία έκπληξη, καμία ανατροπή. Βαρέθηκα και μόνο που το σκέφτηκα, το παράτησα και έπαιξα playstation.

Για μία περίοδο μάλιστα με απασχολούσε πολύ το όνομά μου κι αν θα ακουγόταν εξωτικό ή βλάχικο στο ξένο κοινό αφού εκτός των άλλων, ήθελα να κάνω και διεθνή καριέρα. Σκέφτηκα διάφορες παραλλαγές και συνδυασμούς ονόματος και επιθέτου και έπειτα από σκέψη κατέληξα στο Pete May που το May είναι λίγο άσχετο αλλά όχι εντελώς άσχετο γιατί τότε έχω γενέθλια, ελπίζω να μετράει. Καταλήγοντας στο όνομα άρχισα ν’ ανησυχώ για το πώς θα το έπαιρνε ο πατέρας μου αν του έλεγα πως δε θέλω το επίθετό του για καριέρα και φοβόμουν μη με αποκληρώσει ή δε μου αφήσει τίποτα στη διαθήκη του από εκδίκηση. Πολύ σοβαρά επίσης με απασχολούσε ο τίτλος του βιβλίου γιατί έπρεπε να είναι κάτι τελείως ασυνήθιστο που να κάνει μπαμ όπως ένα βιβλίο που το διαφήμιζαν στο ALTER θεός σχωρέστο πριν καμιά πενταετία περίπου και λεγόταν «Έρωτας και Τρακτέρ από την Ουκρανία» αλλά εγώ το θυμάμαι ακόμα κυρίως επειδή στο εξώφυλλο υπήρχε ένα τρακτέρ οπότε και άρχισε να με απασχολεί και το θέμα του εξώφυλλου.

Επιπλέον υπήρχε και το πρόβλημα με τα μάτια μου που κοκκινίζουν πολύ όταν κάθομαι μπροστά από οθόνη και πονάνε και θα ήταν αδύνατον σχεδόν να γράφω μέχρι το ξημέρωμα στον υπολογιστή σαν αυτούς τους συγγραφείς στις ταινίες που ξενυχτάνε με ουίσκι και μουσική συγγράφοντας γιατί στο μισάωρο τα μάτια μου θα έχουν γίνει δρακουλέ και επίσης δεν πίνω ουίσκι.

Τέλος με προβλημάτιζε ιδιαίτερα το γεγονός πως όλοι αυτοί που γράφουν βιβλία πρέπει να τους έπαιρνε πολύ καιρό γενικά και να μην έκαναν πολλά άλλα πράγματα στη ζωή τους. Εκτός αυτού, τα πιο επιτυχημένα βιβλία ήταν εμπνεύσεις της στιγμής, εκεί σου λέει που η άλλη πήγαινε βόλτα με το τραίνο και χάζευε τα λιβάδια εμπνεύστηκε τον Harry Potter γι’ αυτό και ‘γω άρχισα ν’ αποφεύγω γενικά το μέτρο γιατί δεν έχει λιβάδια αλλά ελεγκτές. Ηλεκτρικός και πάλι ηλεκτρικός.

Επομένως δεν πολυαγχώνομαι γενικά, θα αφήσω την έμπνευση να έρθει από μόνη της σε μένα ένα πρωινό εκεί που θα πλένω τα δόντια μου ή εκεί που θα τρώω πεπόνι ή εκεί που θα κάνω κοιλιακούς και τότε θα σταματήσω αυτομάτως κι θα αρχίσω να γράφω ιδρωμένος το best seller μου.

Mr_Petemy