Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Η Κυρία Βιργινία.





Αναρωτιέμαι συχνά αν αυτή η ανάγκη που έχω να θέλω να βρίσκομαι κοντά, να παρακολουθώ και να εμπνέομαι από/σε ανθρώπους που θεωρώ για κάποιο λόγο μεγαλειώδεις έγκειται στο ότι μεγάλωσα δίπλα σε έναν άνθρωπο Τέτοιο. Ή αν απλά πρόκειται για μια σύμπτωση ή μια φωτιά όπως έχει πει κάποιος που ανάβει μέσα μας και μαζί της ανάβουν τα ένστικτα και αναζωπυρώνουν και οι αισθήσεις.
Έχω καταλήξει πως δεν υπάρχουν σαφείς και απόλυτες απαντήσεις για τις αναζητήσεις μου αφού ανάλογα με τις περιστάσεις διαμορφώνονται και αυτές.
Παρ’ όλ’ αυτά, θεωρώ πως το να μεγαλώνεις δίπλα σε έναν άνθρωπο που είναι για εσένα για κάποιο λόγο σπουδαίος σε κάνει μοιραία να αναζητάς κι άλλους Τέτοιους έπειτα στη ζωή σου. Είναι γιατί εκπαιδεύτηκες στο συναίσθημα αυτό: Να κλέβεις από την ποιότητά τους, να εμπνέεσαι από τη συμπεριφορά τους / τις κινήσεις τους / την αύρα τους / τη σοφία τους / τις απόψεις τους, να θαυμάζεις την ιστορία τους / τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους, να λατρεύεις τις ιδιοτροπίες τους και να τις εκτιμάς γιατί είναι Εκείνοι και το ότι τις έχουν απλά συνθέτει τη μεγαλειότητα τους, να χαίρεσαι που είσαι δίπλα τους και σου μιλούν γιατί σε κάθε τους λέξη γίνεσαι πλουσιότερος.
Αυτό τουλάχιστον έχει συμβεί σε εμένα. Συνάντησα την Κυρία Βιργινία όταν γεννήθηκα και πάω στοίχημα ότι χαμογέλασα στο μαιευτήριο. Αν δε χαμογέλασα, έχω σκεφτεί πως ένιωσα τουλάχιστον ασφάλεια. Ή πως έστω αισθάνθηκα την ενέργεια της καλής μου τύχης να την έχω κοντά μου.
Δεν ξέρω πως έμοιαζε εμφανισιακά τότε. Νομίζω κάθε χρονιά πως είναι όπως τώρα. Το κάθε τώρα είναι το τότε που τη ζω. Είναι πάντα η γιαγιά, όχι η οποιαδήποτε γιαγιά. Η γιαγιά μου. Καταλαβαίνεις πάντα τη διαφορά της γιαγιάς από τη δική σου γιαγιά. Παράλληλα και εκ διαμέτρου αντίθετα, ανεξάρτητα και σε απόσταση από αυτό το ρόλο, είναι μια Αρχόντισσα. Περπατάει πάντα καμαρωτά, η ομορφιά της αρχοντιάς της διαχέεται σε κάθε της κίνηση - ακόμη κι αν στέκεται ακίνητη -, σου αρέσει ότι κι αν λέει, συνήθως δε λέει πολλά, σέβεται το συνομιλητή της, ποτέ δε θεωρεί πως έχει πολύ σπουδαία πράγματα να σου πει, είναι αυτή η σεμνότητα που την κάνει ακόμη πιο όμορφη, οι τρόποι της την καταδικάζουν σε μια πολύ προφανή εικόνα καλλιεργημένης οντότητας, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο για το τι είναι, είναι από εκείνα τα πρόσωπα που χωρίς προσπάθεια αντιλαμβάνεσαι την ποιότητά τους, δεν κοπιάζεις, είναι δεδομένη. Το πρόσωπό της, οι γραμμές, οι ρυτίδες, οι εκφράσεις της προσδίδουν την άμωμη και καθαρή της φύση.
Έτσι κι εγώ, προσπαθώ να διαχωρίζω τη γιαγιά μου Βιργινία από την Κυρία Βιργινία. Σκέπτομαι πως είναι λίγο όλο αυτό που αυτή η γυναίκα πρεσβεύει να μετουσιώνεται απλά στο ότι είναι η γιαγιά μου η Βιργινία. Άσε, που ίσως κινεί υποψίες ή προκαταλήψεις πως είμαι υποκειμενική. Σκέπτομαι επίσης πως είναι εγωιστικό, να συγχέονται τόσο τυχαία όλα σε ένα, δηλ η σπουδαιότητά της με το ότι μου ‘λαχε να είναι η γιαγιά μου, αίμα μου. Πρέπει να διαχωρίζονται αυτά.
Και γιατί είναι σπουδαία; Παλιά, όταν ήμουν μικρή μου αρκούσε το ότι είναι ιδιαίτερη, δε μοιάζει με καμιά άλλη γιαγιά ή γυναίκα. Μεγαλώνοντας, που διαπίστωσα πως η καλλιέργεια δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό του ανθρώπου αλλά κατακτιέται, άρχισα να αντιλαμβάνομαι το πριν.. ή το πώς έφτασε ως εδώ. Κι έτσι, άρχισα να ακούω τις ιστορίες της που μικρότερη παραμελούσα.
Κοντεύει τα 85 χρόνια ζωής. Έχασε τους γονείς της μικρή, ανέβηκε αντιστασιακά και ούσα κοριτσάκι στα βουνά, τα ‘βαλε με τους εχθρούς της κάθε εποχής διεκδικώντας την ελευθερία. Τη δική της. Τη δική μου, τη δική σου. Παρασημοφορήθηκε ουκ ολίγες φορές. Χώρισε τον άντρα της τα χρόνια της ντροπής να έχεις τα guts να χωρίζεις. Κατέβηκε στην Αθήνα με τα παιδιά της και ξεκίνησε από το μηδέν. Με αξιοπρέπεια.
Τη θυμάμαι πάντα να πολεμάει, δεν τη θυμάμαι ποτέ να γκρινιάζει.
Ήταν πάντα γενναιόδωρη μαζί μου. Μου επέτρεπε και με προέτρεπε σε αλόγιστες σπατάλες, παρά το ότι η ίδια ήταν πάντα τόσο ολιγαρκής. Τα τελευταία της χρόνια στην Αθήνα, πριν κουβαλήσει όλο αυτό το βιος των αξιών της και έρθει να μείνει κοντά μας, τη θυμάμαι να μένει με μια άλλη σπουδαία Κυρία, την Κυρία Ελένη Γκοβόστη στο σπίτι της στα Εξάρχεια. Να της μιλάει η Κυρία Ελένη για τον Καρυωτάκη, τον Ελύτη, και τις εκδόσεις των βιβλίων που προτοέκανε με το σύζυγό της στην Αθήνα κάποια παλιότερη εποχή, να πίνουν ελληνικό καφέ με θέα την πλατεία και να συμφωνούν στα πολιτικά. Ήταν και οι δυο τόσο φίνες. Γυρνούσα τότε έφηβη από τις εξερευνήσεις μου στα Εξάρχεια και έβλεπα αυτές τις αρχόντισσες να κινούνται μέσα στις αύρες της αξιοπρέπειας και της αλήθειας τους, εκπέμποντας ενέργεια σε επίπεδα που αδυνατούσα να συλλάβω.
Τα καλοκαίρια, μου ερχόταν στο πατρικό και περνούσαμε κάποιο καιρό μαζί. Δεν ήταν ποτέ η συμβατική γιαγιά. Ήταν αδύνατο να κάνεις κάποια ανούσια συζήτηση μαζί της, την απασχολούσε πολύ το πολιτικό γίγνεσθαι. Ήταν πάντα πολύ όμορφη. Όχι μόνο γιατί ξεχώριζε για τους τρόπους της, το ενδιαφέρον που παρουσίαζε σαν άνθρωπος και την καλοσύνη της, αλλά και γιατί και εκ του φυσικού της είχε όμορφα σπιρτόζικα μάτια, ροδαλά μάγουλα και καλοσχηματισμένα χείλη. Από τα χέρια της συμπέραινες πως είχε δουλέψει πολύ στη ζωή της και από τα πολύχρωμα φορέματά της πως ήξερε να το απολαμβάνει. Δεν είχε βαφτεί ποτέ. Φορούσε πάντα ακριβά κοσμήματα, είχε πάντα καθαρά και περιποιημένα σεβαστικά μαλλιά. Τα ρούχα της απλά συνέθεταν ή και ολοκλήρωναν την εικόνα μιας γυναίκας που αν δεν ήξερες, αναρωτιόσουν ποια είναι.
Δεν υπήρχε τίποτα το κλισέ σε αυτήν τη γυναίκα. Η απλότητά της την έκανε προσιτή, την ίδια στιγμή που η αξιοπρέπεια και η αρχοντιά της, της έδιναν διαστάσεις τέτοιας σπουδαιότητας που δίσταζες να πλησιάσεις πιο πολύ.
Όταν ήμουν παιδί, με πήγαινε κρυφά από τη μαμά μου την άνοιξη για παγωτό ρόκετ και όταν μεγάλωσα με χαρτζιλίκωνε για να βγαίνω τα βράδια στην Αθήνα και να γυρνάω το ξημέρωμα, την εποχή που στο πατρικό μου δε θα μπορούσα να διανοηθώ να γυρίσω τέτοια ώρα ακόμη κι αν έφερνα τον καλύτερο βαθμό στην τάξη.
Καμιά μου ιστορία σεξουαλική ποτέ δεν τη σόκαρε. Η σεμνότητα της και η αβρότητα των τρόπων της δεν την άφηναν να αποδεχτεί το ότι είναι ανοιχτόμυαλη, προτιμούσε να μου ανταπαντά λέγοντας πως «είναι που σου ‘χω εμπιστοσύνη».
Έρχονταν διάφοροι και της μιλούσαν, τη ρωτούσαν, τη θαύμαζαν, ήθελαν να τη γνωρίσουν. Ήταν πάντα πολύ χαρούμενη αν οι πολιτικές τους ανησυχίες ταίριαζαν. Περπατούσε σαν κοριτσάκι και χαμογελούσε χαριτωμένα ή και γελούσε δυνατά. Ήταν ντόμπρα και δεν έπαιρνε χαμπάρι να σου πει την αλήθεια. Χωρίς ποτέ να σε προσβάλλει. Δεν την είδα ποτέ να τεμπελιάζει. Να αράζει για λίγο. Πάντα με κάτι καταπιανόταν, κάτι έκανε. Δούλευε πολύ τα χέρια της, της άρεσε να φτιάχνει διάφορα χειροποίητα και να τα χαρίζει. Κάθε απόγευμα διάβαζε την εφημερίδα της. Δεν έβλεπε πολύ καλά αλλά δε θα σου έλεγε ποτέ να διαβάσεις εσύ για εκείνη. Όταν το έκανες, δεν το απολάμβανε. Άκουγε αγχωμένη, δεν ήθελε ποτέ να σε κουράσει. Τόσο διακριτική και ευγενής.
Τη θυμάμαι πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Δεν είναι ότι της το επέτρεπε, είναι ότι ήξερε ότι το δικαιούται. Κάποια βράδια το χειμώνα που άκουγε ρεμπέτικα τραγούδια από την τηλεόραση, έστεκε όρθια και χόρευε διακριτικά μέσα στη ρόμπα και τα μπικουτί της, πίνοντας ουίσκυ και καπνίζοντας. Είναι από εκείνες τις σκηνές, που γουστάρεις να θυμάσαι αν τα κλισέ και οι εντολές της μικροκοινωνίας δε σε κατέκλεισαν ποτέ.
Η αντιστασιακή αυτή περσόνα που δε φοβήθηκε να τα βάλει με τα τέρατα της κάθε εποχής που διένυσε, δε θα μπορούσε σήμερα να κάνει τίποτα ‘κανονικά’. Γι’ αυτό σου λέω πως δε μοιάζει με άλλη γιαγιά. Γι’ αυτό σου λέω πως μου είναι τύχη μεγάλη να τη γνωρίσω. Και πως μου ήταν εφόδιο που με έκανε πλουσιότερη το ότι υπήρξε η γιαγιά μου. Η δική μου γιαγιά. Που έτυχε να είναι η Κυρία Βιργινία.



Το περισσότερο από το κείμενο αυτό γράφτηκε το μεσημέρι της 13/8/12, κάπου στην Ανάφη. Κλείνοντας το με σκοπό να συνεχιστεί κάποια στιγμή αργότερα στο νησί κι ενώ είχε φτάσει πια απόγευμα, μου τηλεφώνησαν για να μου πουν πως η Κυρία Βιργινία έφυγε.
Έτσι. Χωρίς κανένα λόγο. 
Θα πήγαινε στο σπίτι της στην Πλατανούσσα Ιωαννίνων για το δεκαπενταύγουστο.
Είχε ντυθεί και ετοιμαστεί. Χαμογελούσε.

της Χριστίνας Βλάσση




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου